Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

ENA ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα πολύ μακρινό κόσμο που κανένας δεν ήξερε που βρισκόταν και κανένας δε μπορούσε να το βρει, ζούσε ένα αγόρι που αγάπησε πολύ ένα δέντρο...Ήταν ένα αγόρι θλιμμένο, σκεφτικό και μοναχικό και πάντοτε προτιμούσε να είναι μόνο του παρά να αναγκάζεται να χαμογελάει εκεί όπου δεν υπήρχε χαρά, να αγαπάει εκεί όπου δεν υπήρχε έρωτας…γιατί σε εκείνον τον κόσμο οι άνθρωποι ήταν αναγκασμένοι να έχουν συναισθήματα μα ποτέ να μην ήταν αληθινά…ο κόσμος εκείνος ήταν χτισμένος στη ψευτιά και την υποκρισία μα εκείνος έψαχνε να βρει το πραγματικό νόημα της ζωής…έτσι μοναχός αναλογιζόταν μια διαφορετική ζωή όπου η χαρά από μόνη της θα κινεί τα χείλή του και η ευτυχία από μόνη της θα καθοδηγεί την καρδιά του…
‘Ηταν πολύ μικρός ακόμη, πριν καταλάβει τον κόσμο στον οποίο μεγάλωσε, όταν συνάντησε εκείνο το δεντράκι, κάποια ημέρα από εκείνες όπου η μοναξιά του τον καλούσε να απομακρυνθεί από την ανθρώπινη δυστυχία του εξαναγκασμού. Βάδιζε τραγουδώντας σιγανά γιατί στο δικό του κόσμο απαγορεύονταν τα τραγούδια όπως και η πραγματική ευτυχία, όταν σε μια δροσερή πλαγιά του βουνού ανάμεσα σε φιδίσια, διαδαλώδη ποτάμια και υπέροχα, πολυποίκιλα και πολύσχημα λουλούδια αντίκρυσε μπροστά του ένα δεντράκι, έμοιαζε όμοιο μα και τόσο διαφορετικό από τα υπόλοιπα...τριγύρω του πάντοτε πετούσαν και ερωτοτροπούσαν τα πιο καλλίφωνα πουλιά και οι ανθοί του ήταν οι πιο πολύχρωμοι και οι πιο ευωδιαστοί από όλους του άλλους ανθούς...νερό έπαιρνε κατευθείαν από το ποτάμι, δροσερό και αμόλυντο και στο φύσημα του ανέμου ένοιωθες ότι λικνίζονταν και χόρευε…
Το πλησίασε και ακούμπησε τον κορμό και τα κλαδιά του…και ένοιωσε όλο του το σώμα να γεμίζει από ένα συναίσθημα που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε ξανανιώσει…και κατάλαβε πως αυτό που ένοιωθε ήταν η ευτυχία, το απαγορευμένο αίσθημα στον κόσμο του, ο καρπός της ζωής που τόσο καλά κρύβανε από τους υπόλοιπους ανθρώπους…η καρδιά του, ο νους του, η ψυχή του ανέπνεαν με την αναπνοή των φύλλων του δέντρου…και ο ίδιος αποφασισμένος να γευτεί το άρωμα της ευτυχίας.
Από εκείνη την ημέρα κάθε πρωί που ξυπνούσε το μυαλό του έτρεχε στο δεντράκι και αναζητούσε ευκαιρία να το δει...να αγκαλιάσει τον κορμό του και να μυρίσει τα αρώματά του...να χαϊδέψει τα κλαδιά του και τα φύλλα του και αυτά με μιας να εκκρίνουν ένα υγρό που καταλάβαινε πως είναι η ψυχή του δέντρου, από ένα τέτοιο υγρό αποτελούνταν η ψυχή του αγαπημένου του δέντρου και του τη πρόσφερε απλόχερα…ένοιωθε πως και το δεντράκι αγαπούσε τον ίδιο...
Έτσι γίνονταν για πολλά χρόνια, και ποτέ το αγόρι δε βαρέθηκε το δεντράκι μα και αυτό με τη σειρά του ποτέ δε σταμάτησε να ποτίζει το αγόρι με τις στάλες της ψυχής του…κάθε φορά που έφευγε από εκεί έκρυβε την ευτυχία του βαθιά μέσα του γιατί από τη λάμψη που είχαν τα μάτια του και από το χαμόγελο που είχε το πρόσωπό του θα ήταν εύκολο για κάποιον να αντιληφθεί ότι αυτές οι εκφράσεις είναι αληθινές…και αυτό όπως προείπαμε ήταν απαγορευμένο…
Μα κάποια στιγμή στο πέρασμα των χρόνων, το δέντρο άρχισε να αλλάζει...τα λουλούδια του έγιναν διαφορετικά...πιο άγρια, πιο άχρωμα, και λιγότερο ευωδιαστά...βγήκαν αγκάθια στον κορμό του και κάθε επαφή του αγοριού με το δέντρο ήταν ένας πόνος και κάποιες στάλες αίματος πεσμένες στο χώμα…όλα αυτά ενώ ταυτόχρονα το δέντρο διατηρούσε την ομορφιά του και φαινόταν σαν κάθε ημέρα που περνούσε να γίνονταν ακόμη πιο όμορφο…και το μικρό αγόρι πίστεψε πως το δεντράκι σταμάτησε να τον αγαπάει...πίστεψε πως το δεντράκι έψαχνε πλέον κάποιον πιο όμορφο από τον ίδιο, να μη ντρέπεται για εκείνον στην ανατολή του ήλιου, στην νύχτα της πανσελήνου, στο θρόισμα του ανέμου…και έτσι μην αντέχοντας αυτόν τον πόνο της άρνησης σταμάτησε να πηγαίνει στο δεντράκι του, και βρήκε να αγαπήσει ένα άλλο δέντρο το οποίο και φύτεψε στην αυλή του, μήπως και ξανανιώσει την ευτυχία που τόσο αναζητούσε...μα ποτέ δεν ένοιωσε ξανά όσα ένοιωσε με το αγαπημένο του δέντρο...ποτέ δεν ξαναγάπησε όπως εκείνο το μικρό δεντράκι...ποτέ δε έσβησε εκείνο το δέντρο από το μυαλό του...κάθε φορά που μύριζε κάτι όμορφο, κάθε φορά που συναντούσε μια ποικιλία χρωμάτων το αγαπημένο του δεντράκι έρχοταν στο μυαλό του και άφηνε από το πρόσωπό του να δραπετεύσει ένα χαμόγελο μαζί με δύο δάκρυα…
Τα χρόνια πέρασαν και το αγόρι άντρας πλέον κάποια στιγμή που περπατούσε μελαγχολικός στα προάστια του χωριού είδε ένα καινούργιο σπίτι, που ποτέ δεν το είχε δει ξανά μέχρι τότε ...και μέσα του περιφραγμένο το δέντρο του...το αγαπημένο του δέντρο...το αναγνώρισε αμέσως…από τους χτύπους της καρδιάς του, από το τρέμουλο στα δάκτυλά του…ήταν πιο όμορφο από ποτέ, μα ήταν ιδιοκτησία κάποιου άλλου..ήταν τόσο όμορφο άρα θα ήταν και ευτυχισμένο…ζήλεψε…πως θα ήθελε να το έχει στη δική του αυλή…να το ποτίζει καθημερινά με ροδόσταμο…να το ταίζει με όνειρα… δεν ήξερε πως να το πλησιάσει, απλά να το αγγίξει, απλά να γευτεί τα αρώματά του…έπρεπε να περάσει πάνω από την περίφραξη...μα ήταν ημέρα και πλέον έπρεπε να πληρώσει το τίμημά του που χώρισε από το δεντράκι του…θα μπορούσε να το βλέπει μόνο στα σκοτάδια, στα κρυφά, να το αγγίζει τις νύχτες χωρίς πανσέληνο και όταν ο αποσπερίτης καθυστερεί να ξεπροβάλει…
Περίμενε λοιπόν και ένα βράδυ σκαρφάλωσε, τρυπήθηκε, μάτωσε μα κρυφά και προσεχτικά κατάφερε να περάσει την περίφραξη και να το πλησιάσει...ήταν πραγματικά το δικό του δέντρο...πανέμορφο...το αγαπημένο του δέντρο...η αιτία που γνώρισε κάποτε το απαγορευμένο συναίσθημα της ευτυχίας…μα κοιτώντας προσεχτικά είδε στον κορμό του σημάδια...φαινόταν να είχε υποφέρει πολύ, να είχε πονέσει πολύ…έσκυψε και το αγκάλιασε και ένοιωσε ένα υγρό σα δάκρυα να κυλάει από τον κορμό του...τον είχε αναγνωρίσει...εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι το δέντρο ποτέ δεν τον ξέχασε...πάντα τον αγαπούσε και αν ήταν διαφορετικό μετά τα πρώτα χρόνια ήταν επειδή μεγάλωνε και συνηθίζεται τα δέντρα μέσα στα παραμύθια να διαφοροποιούν το χαρακτήρα τους εκείνη την περίοδο...έκατσε κάτω στο χώμα και έβαλε τα κλάματα...ήταν κλάματα ευτυχίας και θλίψης μαζί για έναν έρωτα που ζει μοναχός του…και τα δάκρυα έπεφταν μέσα στο χώμα και από εκεί στις ρίζες...τα δάκρυα της αγάπης του, της ειλικρινής του αγάπης, και μεμιάς τα σημάδια στον κορμό άρχισαν να εξαφανίζονται, σαν από μάγια, σαν να είναι η αγάπη τελικά ο μεγαλύτερος σωτήρας…σα να είναι ο έρωτας θεός...ήταν σα του έλεγε το δέντρο σε αγαπώ...
Ήταν τόσο ευτυχισμένο το αγόρι εκείνη την ημέρα...και κατάλαβε πόσο αγαπούσε το δέντρο…και ένοιωσε πόσο αγαπάει το δέντρο τον ίδιο…και από εκείνη τη στιγμή προσπάθησε να βρίσκεται όσο πιο συχνά γινόταν με το δεντράκι του...στο μυαλό του υπήρχε μόνο το δέντρο του...το αγαπημένο του δέντρο...στο μυαλό του ήταν μαζί…κοιμόταν κάτω από τη σκιά του, ονειρεύονταν ανάμεσα στις ρίζες του…μύριζε τα αρώματά του στον κήπο του σαν να ήταν εκεί…όσο πιο συχνά γινόταν περνούσε και το πότιζε ροδόσταμο πάντα στα κρυφά...αυτό τον πονούσε, το κρυφό τον πονούσε…μα έστω και έτσι ήταν μαζί…του χάιδευε τον κορμό και έκλαιγε στα κλαδιά του…και αυτό ήταν ευτυχία…’Ηταν το δεντράκι του περιφραγμένο μα ποιος μπορεί να φυλακίσει την αγάπη; Ποιος μπορεί να κρατήσει δέσμιο τον έρωτα; Ποιος μπορεί να βάλει περιορισμούς σε όσους θέλουν να συναντιούνται…ακόμα και με τα μάτια της ψυχής θα είναι μαζί…και αυτά τα μάτια βλέπουν πιο ευδιάκριτα από οτιδήποτε άλλο…στην ουσία της ζωής ήταν πάντα μαζί...στη σκέψη του είχε πάντα το δεντράκι του ...μα κι εκείνο κάθε φορά που το αγόρι του έδειχνε την αγάπη του άνθιζε με μιας και έβγαζε κάτι υπέροχα λουλούδια που όμοιά τους δεν είχε δει ποτέ ο κόσμος...
Υπήρχαν όμως και κάποιες ημέρες που το δέντρο ήταν με σημάδια έντονα στον κορμό…που δε φεύγανε…ανεξίτηλα σημάδια του πόνο που προκαλεί η κρυφή αγάπη… φαινόταν τόσο στεναχωρημένο που δεν ήταν μαζί με το αγόρι...και τότε από το αγόρι έφευγε το χαμόγελό και η καρδιά του χτυπούσε βαριά και στενάχωρα...και η μόνη λύση που είχε τότε ήταν να βγάλει και εκείνο τον πόνο του στις ρίζες του δέντρου...κάθε λοιπόν που τον δέντρο δεν άνθιζε παρά την παρουσία του αγοριού εκείνο καθόταν στις ρίζες του και έκλαιγε έτσι ώστε να είναι μαζί σε εκείνες τις ημέρες που και τα δυο πονούσαν...γιατί η αγάπη είναι να χαμογελάς μαζί…η αγάπη είναι και να πονάς μαζί…και σε εκείνον το ψεύτικο κόσμο αυτή την αλήθεια την ήξερε μόνο το δέντρο και το αγόρι…
Μα το αγόρι δεν ήθελε να ζει άλλο με αυτό τον τρόπο...δεν άντεχε τις στιγμές μακριά από το δέντρο του…δεν άντεχε άλλος να αντικρίζει πρώτος τα ανθισμένα του κλαδιά…δεν άντεχε άλλος να ποτίζει καθημερινά με νερό τις ρίζες του…και επειδή το δέντρο δε μπορούσε να γίνει άνθρωπος αποφάσισε να γίνει ο ίδιος δέντρο...έτσι ένα βράδυ έβγαλε από τις ρίζες του το αγαπημένο του δεντράκι, με προσοχή μη το αντιληφθεί κάποιος, με ιδιαίτερη προσοχή μη χτυπήσει κάπου το δεντράκι του και πονέσει, το πήγε σε εκείνο το σημείο του δάσους που το πρωτοσυνάντησε...στις πύλες του δικού του παραδείσου…και τότε με τα χέρια του άνοιξε ένα λάκκο, μάτωνε μα συνέχεια έσκαβε, έπρεπε να προλάβει το φως της ημέρας… και φύτεψε το αγαπημένο του δέντρο...και ακριβώς δίπλα, σε απόστασης μικρότερη από μια παλάμη του, άνοιξε ακόμη ένα λάκκο, έβαλε μέσα τα πόδια του και με τα ματωμένα χέρια του άρχισε να τον κλείνει με το υγρό χώμα…το αγαπημένο του δέντρο τότε άρχισε να κλαίει...και ο ίδιος άρχισε να κλαίει...και τα πόδια του μεταμορφωνόταν σε ρίζες και ο κορμός του σε κορμό...και λίγο πριν γίνουν κλαδιά και τα χέρια του τα άπλωσε και έπιασε τα κλαδιά του αγαπημένου του δέντρου...
Από τότε τα δύο δέντρα έζησαν μαζί για πάντα, στο δικό τους κόσμο, στη δική του γαλήνια γωνιά μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, πάντα ανθισμένα και πάντα με τα ομορφότερα λουλούδια… και το αγόρι έζησε μεταμορφωμένο σε δέντρο δίπλα στο αγαπημένο του δεντράκι με τα κλαδιά τους για πάντα ενωμένα, δίπλα στο υπέροχο του δεντράκι




Δεν υπάρχουν σχόλια: