Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ

Παρακάτω είναι ένα απόσπασμα από ένα μικρό κείμενο που έγραψα. Αν υπάρξει κάποιος που θα ενδιαφερθεί για τη συνέχεια θα ήταν μεγάλη μου τιμή!
Καλημέρα αγαπημένη μου Χριστίνα. Σήμερα το βραδύ δεν κοιμήθηκα καλά, μία αγωνία στριφογύριζε μέσα στο κεφάλι μου πολιορκώντας κάθε κύτταρό μου. Αυτή η μάχη που ξεκίνησε εδώ και 2 εβδομάδες θεωρώ πως δε θα έχει νικητή, εγώ δε θα υποταχτώ στις βολές τύψεων και αμφιβολιών. Γιατί έχω εσένα αγαπημένη μου αδερφή. Πρωί και σου εξιστορώ τον πόνο μου πάλι, ίσως είναι άδικο για σένα και που αλλού να πω αυτά που από μέσα μου με πνίγουν. Και αυτή η πολυθρόνα που κάθομαι νομίζω πως είναι άβολη πια για το γέρικό μου σώμα. Κάθε βράδυ που ξαπλώνω πονάει όλο μου το είναι, το σωματικό, το ψυχικό, κάθε σταγόνα από το εγώ μου γίνεται και πιο πικρή με το πέρασμα τω στιγμών. Και δε με αντέχω ούτε εγώ, σκέψου τι υπομονή κάνει εσύ. Κάθε βράδυ σκέφτομαι μήπως σε καληνυχτώ για τελευταία φορά και θέλω να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά, να αντικρίσω το θάνατο σαν έρθει να με πάρει. Μάλλον είμαι ανάξια για τα δικά του μάτια και πάντα τα βλέφαρα λυγίζουν από την κούραση της βασανιστικής μου καθημερινότητας. Και είναι και αυτή η μυρωδιά.
Αχ αδερφή μου, κάθεσαι εκεί και με κοιτάς και υποσυνείδητα παρελθοντολογώ. Αναπολώ τα παιδικά μας χρόνια, τα τόσο φτωχικά και δύσκολα, μα τόσο πλούσια σε όνειρα. Όνειρα, οράματα. Νομίζαμε και οι δυο πως η ζωή ήταν για εμάς ένας κήπος με πολυποίκιλα και πολύχρωμα λουλούδια και εμείς το ρυάκι που θα κυλούσαμε ανάμεσά τους. Αχ, πόσο ξερός και άγονος αποδείχτηκε ο δικός μας κήπος.
Μια ζωή μαζί, ότι καλύτερο συνέβη στη ζωή μας είναι η σχέση που έχουμε αδερφή μου. Όταν πρωτοεμφανίζονταν τα παιδικά μας όνειρα , οι δυο μας του δίναμε μορφή, σχήμα, ανθρώπινη διάσταση, τα προσγειώναμε στη γη, τα διανθίζαμε με την αθωότητα μας και πλέον έπαυαν να είναι όνειρα της καθεμιάς χωριστά, ήταν όνειρα κοινά, κάθε μου όνειρο γίνονταν και δικό σου όνειρο. Αυτές οι ολότελα παιδικές μας επιθυμίες και ευχές, χαμογελαστές σαν και εμάς τις ίδιες, στιγμάτισαν τη ζωή μας και ήταν μια αιτία της ψυχολογικής μιας κατάστασης. Είχαμε ανεβάσει ψηλά τον πήχη αδερφή μου. Και το συνειδητοποιήσαμε και οι δυο τόσο αργά.
Θυμάμαι τις πρώτες ερωτικές μας ανησυχίες, δώδεκα ετών και οι δυο μας τότε, την εποχή που τα στήθη μας άρχισαν να φουσκώνουν και το σώμα μας να παίρνει την μεταγενέστερη γυναικεία του μορφή. Πόσο αναπολώ εκείνο το απόγευμα στην παραλία, οι δυο μας μόνες, καταμεσής του Αυγούστου. Στο δικό μας απομονωμένο κολπίσκο, πίσω από τα βράχια, τους πυκνούς θάμνους και τα αγέρωχα πεύκα. Βγάλαμε και οι δυο τα ρούχα μας, γυμνές κάτω από το λαμπερό ήλιο, σε μια διαφορετική ημέρα της δημιουργίας, δίχως ντροπή, με τα σύννεφα σα θεϊκά χέρια να θέλουν να αγγίξουν τα εφηβικά μας σώματα. Σε είχα δει τόσες φορές γυμνή, μα ήταν η πρώτη φορά που το ηβικό σου τρίχωμα μου έκανε τόσο όμορφη εντύπωση και η περιέργεια μου με οδήγησε να ανακαλύψω κάθε πτυχή του σώματός σου, να αγκαλιαστώ με το σώμα σου. Δύο μορφές, μία μορφή, σα γλυπτό φτιαγμένο από το καθαρότερο μάρμαρο. Ποτέ ξανά δεν αγκαλιαστήκαμε τόσο σφιχτά με αυτό τον τρόπο, ποτέ ξανά δε φίλησα το σώμα σου, ποτέ ξανά δε σε χάιδεψα με τόσο τρυφερότητα. Μα εκείνο το απόγευμα μας συνέβη ότι περισσότερο ερωτικό συνέβη ποτέ στη ζωή μας. Γιατί εκείνο το απόγευμα έμελλε αδερφή μου να ήταν η μόνη φορά που τα σώματά μας ένοιωσαν γυμνή σάρκα πάνω τους.
Πως θα περάσει η μέρα και σήμερα Χριστίνα μου;
Εσύ στο κρεβάτι, εγώ στην πολυθρόνα, μα και οι δύο μακριά.
Ο καιρός είναι ζεστός σήμερα. Αυτό δυσκολεύει τη διαβίωσή μας εδώ μέσα μα πρέπει να μάθουμε να υπομένουμε. Άλλωστε σε όλη μας τη ζωή αυτό δεν κάναμε; Υπομέναμε τα ξενύχτια του πατέρα, τα μεθύσια του, το ξύλο που έριχνε στη μάνα μας και σε εμάς. Θυμάσαι πόσα βράδια καθόμασταν και οι τρεις στο μικρό τούβλινο κρεβάτι, με το φως από τα καντήλα να τρεμοπαίζει, τρομαγμένες, αναμένοντας την άφιξη του πατέρα. Νυστάζαμε μα προσπαθούσαμε να μείνουμε ξύπνιες, να συντροφεύσουμε τη μητέρα, να είμαστε μαζί της όταν θα μπει μέσα βρίζοντας, κλείνοντας με ορμή την πόρτα πίσω του. Εκείνη πάντοτε ζητούσε να πάμε στα κρεβάτια μας, μα εμείς γνωρίζαμε ότι η παρουσία μας εκεί, ερέθιζε μέσα του το πατρικό του ένστικτο και θέλεις από ντροπή, θέλεις από τύψεις, συμπεριφερόταν με ηπιότερο τρόπο στη μητέρα.
Μα όταν ακούγαμε τις φωνές του από μακριά, όταν ακούγαμε τα ασυντόνιστα βήματά του στη θανατερή ησυχία της νύχτας, αναμεμειγμένα με βρισιές και κατάρες, γνωρίζαμε πως τίποτε δε μπορούσε να συγκρατήσει τη επιθετικότητά του, αυτές τις νύχτες, δεν ήταν σύζυγος, δεν ήταν πατέρας, δεν ήταν άνθρωπος, δεν ήταν ζώο, ήταν ο ίδιος ο διάβολος, οργισμένος, ανεξάντλητος, βίαιος, βιαστής σωμάτων και ψυχών, θύτης και τιμωρός. Εκείνες τις νύχτες, η μητέρα μας έσπρωχνε στο δωμάτιο, μας ξάπλωνε στο κρεβάτι, μας παρακαλούσε να κλείσουμε τα αυτιά μας, να κλείσουμε τα μάτια μας, μας ικέτευε κλαίγοντας να μην σηκωθούμε ότι και αν γίνει...

Δεν υπάρχουν σχόλια: